αὐθεντικός

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθεντικός Medium diacritics: αὐθεντικός Low diacritics: αυθεντικός Capitals: ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: authentikós Transliteration B: authentikos Transliteration C: afthentikos Beta Code: au)qentiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A principal, ἄνεμοι Gp.1.11.1.    2 warranted, authentic, χειρογραφία, ἀποχή, διαθήκη, POxy.260.20 (i A. D.), Ostr.1010, BGU326ii 23 (ii A. D.); original, ἐπιστολαί PHamb.18ii6 (iii A. D.); ἐπιθύματα PMag.Leid.W.9.15; ὄνομα ib.14.25; authoritative, Ptol.Tetr.182. Adv. -κῶς, loqui make an authoritative statement, Cic.Att.9.14.2; αὐ. nuntiabatur ib.10.9.1: Comp. -ώτερον with higher authority, Ptol. Tetr.177.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθεντικός: -ή, -όν, ἔγκυρος, γνήσιος, Ἐκκλ.: - Τὸ ἐπίρρ. -κῶς παρὰ Κικ. π. Ἀττ. 9. 14., 10. 9.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1auténtico, original, autógrafo χειρογραφία POxy.260.20 (I d.C.), διαθήκη BGU 326.2.23 (II d.C.), ἐπιστολαί PHamb.18.2.6 (III d.C.), ὄνομα PMag.14.21, βασιλικὸς νόμος Eus.VC 2.23.3
subst. τὸ αὐθεντικόν documento original, PFam.Teb.31.13 (II d.C.), PSI 871.29 (I d.C.), POxy.1208.5 (III d.C.)
genuino de los vientos de los cuatro puntos cardinales ἄνεμοι (ἀπηλιώτης, ζέφυρος, etc.) Gp.1.11.1, νεομηνίαι PMag.13.388.
2 soberano, independiente, auténtico σπουδή IMylasa 134.2 (II a.C.), πράξεις Ptol.Tetr.4.4.11
esp. del poder de Dios αὐθεντικὴ ... καὶ θεϊκὴ ἐξουσία Gr.Nyss.Or.Catech.15, cf. Basil.Eunom.3.4.12, αὐθεντικαὶ καὶ δεσποτικαὶ ... φωναί Basil.M.32.105B.
II adv. -ῶς con autoridad αὐ. loqui Cic.Att.182.2, nuntiabitur Cic.Att.200.1
-ώτερον con suprema autoridad, soberanamente Ptol.Tetr.4.3.6, Ammon.M.85.1496A, Basil.M.31.472A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐθεντικός, -ή, -όν) αυθέντης
1. έγκυρος, γνήσιος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα
μσν.- νεοελλ.
1. εξαιρετικός
2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος
νεοελλ.
πρωτότυπος.