απειλή
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
η (ΑΜ ἀπειλή)
εκφοβισμός, φοβέρα
μσν.- νεοελλ.
επικείμενος κίνδυνος
νεοελλ.
αδίκημα που στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας, όταν κάποιος απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀπειλαί
α) πομπώδεις υποσχέσεις
β) κομπασμοί.