γαλάκτωμα

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

το
1. ετερογενές σύστημα το οποίο προκύπτει με διασπορά ενός υγρού με τη μορφή πολύ λεπτών σταγονιδίων σε άλλο υγρό μη αναμίξιμο με το πρώτο
2. φρ. «υδατικό γαλάκτωμα» — εκείνο στο οποίο χρησιμοποιείται το νερό ως μέσο διασποράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].