αγγελία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀγγελία) ἄγγελος
είδηση, πληροφορία, μήνυμα
νεοελλ.
διαφήμιση που δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ.
αρχ.
1. προκήρυξη, πρόσταγμα, διαταγή
2. μεταβίβαση αγγελίας
3. κομιστής αγγελίας, αγγελιαφόρος.
η (Α ἀγγελία) ἄγγελος
είδηση, πληροφορία, μήνυμα
νεοελλ.
διαφήμιση που δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ.
αρχ.
1. προκήρυξη, πρόσταγμα, διαταγή
2. μεταβίβαση αγγελίας
3. κομιστής αγγελίας, αγγελιαφόρος.