γιατροσόφι

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

και ιατροσόφι, το (Μ ἰατροσόφιον)
1. λαϊκό βιβλίο εμπειρικής ιατρικής που περιέχει κυρίως συλλογή συνταγών εμπειρικών φαρμάκων και άλλη παρόμοια ύλη όπως εξορκισμούς, ερμηνείες ονείρων κ.λπ.
2. συνήθ. στον πληθ. τα γιατροσόφια
τρόπος εμπειρικής θεραπείας νόσων ή τραυμάτων
3. πρακτικό εμπειρικό φάρμακο που ο τρόπος παρασκευής του τηρείται συνήθως μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιατροσόφι < μσν. ιατροσόφιον < ιατρός + σοφία.