δαχτυλήθρα
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
η (Α δακτυλήθρα)
νεοελλ.
1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα του μεσαίου δαχτύλου του χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο
2. κάθε κάλυμμα του δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται από όσους πλέκουν δίχτυα κ.ά.
3. μεταλλικός κάλυκας προσαρμοσμένος στο κάτω άκρο μπαστουνιού ή ομπρέλας
4. γένος αμφίβιων της οικογένειας τών δακτυληθριδών
αρχ.
1. θήκη, περίβλημα του δακτύλου (για να το προφυλάξει από το κρύο, τα εγκαύματα ή τη βρομιά)
2. είδος βασανιστικού οργάνου που συσφίγγει τον αντίχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + (επίθημα) -θρα- (πρβλ. αλινδήθρα, κολυμβήθρα κ.ά.).