δικολάβος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
ο (Μ δικολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή της δίκης
νεοελλ.
1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα παραστάσεως σε κατώτερα δικαστήρια (ειρηνοδικείο, μονομελές πλημμελειοδικείο)
2. στρεψόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -λαβος < (θ.) λαβ- του αορ. έλαβον του λαμβάνω.