έκτωρ
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.