εκτίμηση
From LSJ
Greek Monolingual
και εχτίμηση, η (Α ἐκτίμησις)
(για πράγμ.) καθορισμός, υπολογισμός της ποσότητας ή ποιότητας ενός πράγματος ή γενικά της τιμής («εκτίμηση ακινήτου, ζημιάς κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. υπολογισμός του μεγέθους, ποσού, σημασίας, ποιότητας, ιδιότητας ενός πράγματος ή ενέργειας, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτίμηση τών περιστάσεων ή αποστάσεως, γεγονότος, σημασίας κ.λπ.»)
2. υπόληψη, σεβασμός
(«έπεσε στην εκτίμηση μου»).