τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
ἐξαρῶμαι, -άομαι (Α) αρώμαι
1. καταριέμαι
2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές.