ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
-η, -ο (Α ἀδιάβατος, -ον) διαβαίνωαυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον περάσει, ή που τον διαβαίνει με δυσκολία.