επικράτηση
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η (AM ἐπικράτησις) επικρατώ
1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων»)
2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμηση («επικράτηση ρεαλιστικών τάσεων»)
μσν.
επικράτεια
αρχ.
παντοδυναμία, κυριαρχία.