εντέλεια
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η (AM ἐντέλεια)
τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)
νεοελλ.
φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλά
αρχ.
πλήρη δικαιώματα.