ἐκδεσμεύω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
A make binding, secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
German (Pape)
[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.
Spanish (DGE)
atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
•fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
Greek Monolingual
ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.