κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἐσχαρών (-ῶνος), ὁ (Α) εσχάραεπιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας.