ἐπινοητής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητής Medium diacritics: ἐπινοητής Low diacritics: επινοητής Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΗΣ
Transliteration A: epinoētḗs Transliteration B: epinoētēs Transliteration C: epinoitis Beta Code: e)pinohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A inventive person, περὶ τὰς ἐδωδάς M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 966] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pense à, soucieux de.
Étymologie: ἐπινοέω.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ
1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης
2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.