αζήμιος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀζήμιος, -ον) ζημία
1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής
αρχ.
1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο
2. που δεν έχει τιμωρηθεί ή δεν είναι άξιος τιμωρίας, ο ατιμώρητος.