αζήμιος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀζήμιος, -ον) ζημία
1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής
αρχ.
1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο
2. που δεν έχει τιμωρηθεί ή δεν είναι άξιος τιμωρίας, ο ατιμώρητος.