αιγόκερως
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
(-ω) και μεταγενέστερα (-ωτος), ο (Α αἰγόκερως) (Α και ως επίθ. -ως, -ων)
ως ουσ. αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει κέρατα τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + -κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.