ζωντόβολο
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
το (Μ ζωντόβολο[ν])
(για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος
νεοελλ.
1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος
μσν.
1. κατοικίδιο ζώο
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών κατοικίδιων ζώων κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζωντόβολο(ν) από τον πληθ. ζωντόβολα, τα < μτχ. ζώντα + -βολα < -βολος (< βάλλω), το οποίο εν προκειμένω έχει περιεκτική σημ. («πολλά ζώα»)].