ηλιοκαυτώ
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ἡλιοκαυτῶ, -έω (Α)
είμαι ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιερο-καυτώ, ολο-καυτώ].