ερυσίπελας
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).