ἰνδαλμός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ὁ,= ἴνδαλμα, in pl., Hp.Ep.18: title of work by Timon, D.L.9.65,105.
German (Pape)
[Seite 1254] ὁ, = ἴνδαλμα, Arcad. p. 59, 3; bei D. L. 9, 65 Titel eines Gedichtes des Phliasiers Timon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰνδαλμός: ὁ = ἴνδαλμα, ὄνομα ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105.
Greek Monolingual
ἰνδαλμός, ὁ (Α) ινδάλλομαι
1. το ίνδαλμα
2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί
τίτλος ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος.