θητεῖον
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό,= μίσθωμα, Μυστάκου θ., title of play by Sopatros, Ath.4.175c, al. (θητίον codd.).
Greek Monolingual
θητεῑον, τὸ (Α) θητεύω
1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας
2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» — τίτλος έργου του κωμικού Σωπάτρου.