ισχυροπαθώ
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ἰσχυροπαθῶ, -έω (Α)
δεινοπαθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ, κακο-παθώ].