ισχυροπαθώ

From LSJ

Greek Monolingual

ἰσχυροπαθῶ, -έω (Α)
δεινοπαθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινοπαθώ, κακοπαθώ].