καθυπομιμνήσκομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
καθυπομιμνήσκομαι (Μ)
(επιτατ. του υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-μιμνήσκομαι].