κακοποίηση
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
η (AM κακοποίησις) κακοποιώ
νεοελλ.
1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη
2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά
3. βιασμός, ατίμωση διά της βίας
4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση της αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
κακοποιία, κακή πράξη, το να κάνει κανείς κακό.