ισόπεδος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].