καρκινογόνος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας -γεν-].