ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Full diacritics: καταδύνω | Medium diacritics: καταδύνω | Low diacritics: καταδύνω | Capitals: ΚΑΤΑΔΥΝΩ |
Transliteration A: katadýnō | Transliteration B: katadynō | Transliteration C: katadyno | Beta Code: katadu/nw |
A v. καταδύω.
[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.
καταδύνω: ἴδε καταδύω.
seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.
καταδύνω (Α)
καταδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δύνω «δύω»].