κανονικότητα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κανονικού, η ακριβής τήρηση του κανόνα
2. ευρυθμία, συμμετρία, ομαλότητα, αναλογίακανονικότητα χαρακτηριστικών προσώπου»)
3. η συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, προς τις νομικές διατάξεις
4. η τήρηση του κανονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονικός. Η λ. στον λόγιο τ. κανονικότης μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].