κανονικότητα
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του κανονικού, η ακριβής τήρηση του κανόνα
2. ευρυθμία, συμμετρία, ομαλότητα, αναλογία («κανονικότητα χαρακτηριστικών προσώπου»)
3. η συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, προς τις νομικές διατάξεις
4. η τήρηση του κανονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονικός. Η λ. στον λόγιο τ. κανονικότης μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].