ανήκουστος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)
πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί
2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον
παρακοή, απείθεια.