ἀρότης
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Pi.I.1.48, Hdt.4.2, Pherecr.130;
A βόες ἀ. Hp.Art.8, cf.Ael.VH5.14; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi.N.6.32; ἀ. κύματος seaman, Call.Fr.436.
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
•op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
•arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
•fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
•ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.