κλεφταράκος
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Greek Monolingual
ο
μικροκλέφτης, κλεφτρόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ-αρος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ-αρ-άκος)].