κιθάριον
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κίθαρος 11, Ptol.Euerg.9J.
German (Pape)
[Seite 1437] τό, dim. von κιθάρα, Ath. XII, 550 a, l. d., Casaubon. emend. καθάριον.
Greek (Liddell-Scott)
κιθάριον: τό, μικρὰ κιθάρα, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.
Greek Monolingual
κιθάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ψαριού κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον].