κέδρωστις
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bryony, Dsc.4.182.
German (Pape)
[Seite 1411] εως, ἡ, = λευκάμπελος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρωστις: -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184.
Greek Monolingual
κέδρωστις, ἡ (Α)
η λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος, κατά το άγρωστις].