κατρακύλα
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
η
1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα
2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων
3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά].