κακομαθαίνω
From LSJ
1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς
2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω
3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά»)
4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει κακές συνήθειες, ανάγωγος
β) μαλθακός.