θάβω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω)
1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω
2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές
νεοελλ.
1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, το σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία»)
2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και δυσερεύνητο
3. κακολογώ κάποιον έντονα και δόλια
4. φρ. «άμα δεν μιλάς, σε θάβουν ζωντανό» — σε αδικούν και σε παραμερίζουν, αν δεν διεκδικείς τα δικαιώματα σου
νεοελλ.-μσν.
προξενώ μεγάλη βλάβη σε κάποιον με τις ενέργειες ή τα λόγια μου
αρχ.
αποτεφρώνω («πυρὶ θάπτειν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάπτω.