κοπριακός
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Full diacritics: κοπριακός | Medium diacritics: κοπριακός | Low diacritics: κοπριακός | Capitals: ΚΟΠΡΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: kopriakós | Transliteration B: kopriakos | Transliteration C: kopriakos | Beta Code: kopriako/s |
ή, όν,
A concerning manure, PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.).
κοπριακός, -ή, -όν (Α) κοπρία
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κοπριά, ο της κοπριάς.