Κυάνεαι
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
(νῆσοι or πέτραι), αἱ,
A Dark-rocks, two small islands at the entrance of the Euxine, Hdt.4.85, D.19.273, Str.7.6.1, cf. Συμπληγάδες: Κυάνεα πελάγη, of the adjacent sea, is f.l. in S.Ant.966. [ῡ, metri gr., S. l. c.]
Greek (Liddell-Scott)
Κυάνεαι: (νῆσοι ἢ πέτραι), αἱ, γεν. Κυανεῶν, οὐχὶ Κυανέων, Δινδ. Δημ. 429. 1· ― σκοτειναὶ πέτραι, δύο μικραὶ νῆσοι κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Εὐξείνου, Ἡρόδ. 4. 85, Στράβ. 319· μυθολογούμεναι ὅτι συνεκλείοντο καὶ συνέτριβον διερχόμενα πλοῖα, ὅθεν ἐκαλοῦντο καὶ Συμπληγάδες, Συνδρομάδες, Πλαγκταί, κτλ.· ἡ δὲ πλησίον θάλασσα ἐκαλεῖτο Κυάνεα πελάγη, Σοφ. Ἀντ. 966. ῡ χάριν τοῦ μέτρου, παρὰ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
εῶν (αἱ) :
s.e. πέτραι;
les Cyanées, litt. les Roches noires ou d’un bleu sombre, à l’entrée de l’Hellespont.
Étymologie: κύανος.