κωμαίνω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A to be drowsy, Hp.Morb.2.22; but κωμαίνεσθαι· κείρασθαι, Hsch. (post κωμική).
German (Pape)
[Seite 1544] schl asen, bes. beständige Neigung zum Schlaf haben, als krankhafter Zustand, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κωμαίνω: (κῶμα) διαρκῶς νυστάζω, Ἱππ. 468. 52.