επαΐω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
(Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω)
νεοελλ.-αρχ.
η μτχ. επαΐων, επαΐοντες
οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ' έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες
αρχ.
1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.)
2. αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, διακρίνω («καταγελώμενος μὲν οὐκ ἐπαΐεις ὑπ' ἀνδρῶν», Αριστοφ.)
3. εννοώ, καταλαβαίνω
(«τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω», Σοφ.)
4. γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης («μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αΐω «αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω»].