επακούω

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπακούω)
ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου»)
αρχ.-μσν.
1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή
(«νῦν ἐπάκουσον», Αισχύλ.)
2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.)
3. (για συμβουλές ή διαταγές) υπακούω
μσν.
αποκρίνομαι σε κάποιον
αρχ.
1. ακούω
2. κρυφακούω, ωτακουστώ
3. (με γεν.) μαθαίνω, πληροφορούμαι για κάτι.