κωμῆτις
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ιδος, fem. of κωμήτης, Ar.Lys.5, Fr.274.
German (Pape)
[Seite 1544] ιδος, ἡ, fem. zu κωμήτης, Dorfbewohnerinn, Poll. 9, 11 u. Sp. – Rachbärinn, Ar. Lys. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κωμήτης, Ἀριστοφ. Λυσ. 5, Ἀποσπάσμ. 265.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
voisine de quartier.
Étymologie: fém. de κωμήτης.