μονόπρακτος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία»)
2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο
σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα του Μπρεχτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πρακτος (< πράττω), πρβλ. έμ-πρακτος, τρί-πρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Βουκίδη].