καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνιαρχ.αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιμήν, -ένος.ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.