αλία

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

(I)
ἁλία, η (Α)
1. λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση
2. στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη συνέλευση του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική ἐκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλής.
ΠΑΡ. αρχ.. ἁλιαῖος, ἁλιαία, και αττ. τ. ἡλιαία, ἁλιαστάς].———————— (II)
ἁλία και ἅλια, η (Α) ἅλς
σκεύος μέσα στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το αλάτι, γουδί, αλατοθήκη.———————— (III)
ἁλία, η (Α)
η αλιεία.