αλατοθήκη

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

η
επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτι + θήκη.